Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

Φαουστ...


Παρακολούθησα χθες την παράσταση Φαουστ του Γκαίτε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Πρόκειται για ένα πείραμα ουσιαστικά μιας και 5 σκηνοθέτες έχουν αναλάβει απο ένα τμήμα της παράστασης, και μαζί με τη σκηνοθεσία αλλάζουν και οι πρωταγωνιστές, εκτός απο τον Μεφιστοφελη. Μία ριψοκίνδυνη άποψη, που μπορεί να οδηγήσει σε διάσπαση του έργου και έλλειψη συνοχής μεταξύ των τμημάτων, καθώς ο κάθε σκηνοθέτης μπορούσε να σκηνοθετήσει αυθαίρετα το κομμάτι του, χωρίς να νοιαστεί για την ομοιομορφία της παραστασης.
Κάτι τέτοιο ευτυχώς αποφεύχθηκε στην παράσταση του Εθνικού, καθώς φαίνεται πως υπήρχε πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των συντελεστών, ώστε οι σκηνοθετικές απόψεις να αλλάζουν ανάλαφρα και χωρίς να το καταλαβαίνει ο θεατής. Μόνο τα χαρακτηριστικά στοιχεία του καθενός μπόρεσαν να διακριθούν, ωστέ να μη χαθεί η ταυτότητα του, αλλα χωρίς να χαθεί και η ομοιογένεια του συνόλου.
Οι προσπάθειες των ηθοποιών απέδωσαν και μπορεί να γίνει λόγος για ένα πολύ δυνατό σύνολο, δεμένο και με εμφανείς τις προσπάθειές τους για ένα άρτιο αποτέλεσμα. Το κείμενο της παράστασης, ποιητικό, φιλοσοφικό, χωρίς να αποκλείνει από το πρωτότυπο του Γκαίτε ωστε να μιλάμε για ένα καινούργιο έργο ή για μία διασκευή, και συνάμα μοντέρνο ώστε να δικαιολογεί το χαρακτηρισμό του πειράματος.
Έαν κάποιος αρέσκεται στο θεατρικό πειραματισμό, και όχι στις παλαιομοδίτικες και απαρχαιωμένες σκηνοθεσίες, τότε ο Φάουστ πρόκειται για μία αξιολογότατη πρόταση.

Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

Σίλβια Πλαθ...


Η Σίλβια Πλαθ γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1932 από πατέρα εξόριστο γερμανό ναζιστή και μητέρα εβραϊκής καταγωγής. Μεγαλώνει σε μεσοαστικό περιβάλλον και εκδίδει το πρώτο της ποίημα στην άγουρη ηλικία των οκτώ ετών, όταν άλλα κοριτσάκια μαθαίνουν να φτιάχνουν φιόγκους. Εκείνη την περίοδο πεθαίνει ο πατέρας της. Ισως λόγω της κυριαρχικής μητέρας της η Σίλβια ακολουθεί την παιδιάστικη εμμονή της υποδειγματικής κόρης συλλέγοντας «άριστα» και βραβεία. Φοιτεί στο Smith College και το καλοκαίρι του τρίτου της έτους («το παράξενο και αποπνικτικό καλοκαίρι που οι Ρόζενμπεργκ πέθαναν στην ηλεκτρική καρέκλα») επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη έχοντας κερδίσει στον διαγωνισμό του περιοδικού «Mademoiselle». Επιστρέφοντας, μια απόρριψη από το Harvard μαζί με μια υπερβάλλουσα ευαισθησία την οδηγούν στην πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Η θεραπεία της εποχής περιλαμβάνει απανωτά ηλεκτροσόκ, ωστόσο θα «αναρρώσει» για να επιστρέψει δριμύτερη και να αποφοιτήσει summa cum laude από το Smith College. Περιπέτεια την οποία αργότερα περιγράφει στην αυτοβιογραφική νουβέλα της «Γυάλινος κώδων» ­ πρωτοδημοσιεύεται (με ψευδώνυμο για να μη διαβαστεί από τη μητέρα της) μόλις ένα μήνα πριν από τον θάνατό της.

Το 1955 φοιτεί στο Κέιμπριτζ, όπου γνωρίζει τον βρετανό ποιητή Τεντ Χιουζ. «Οταν μου φίλησε τον λαιμό, τον δάγκωσα για ώρα και με δύναμη στο μάγουλο και όταν βγήκαμε από το δωμάτιο αίμα έτρεχε στο πρόσωπό του» έγραψε σχετικά... Πώς να μιλήσεις για τη Σίλβια Πλαθ απαλείφοντας τον Τεντ Χιουζ ­ «τον μοναδικό άντρα που συνάντησα εδώ που αξίζει να τον ανταγωνιστώ και να είμαι ίση του»; Οι αντιστοιχίες της γραφής τους φωνάζουν και για το είδος της σχέσης τους... Σύντομα παντρεύονται, ζουν στη Βρετανία και μετά στη Βοστώνη, όπου η Πλαθ παρακολουθεί σεμινάρια ποίησης από τον Ρόμπερτ Λόουελ. Η «εξομολογητική» ποίηση του Λόουελ καθιερώνεται εκείνη την εποχή και σαφώς την επηρεάζει. (Το 1959 δημοσιεύεται η συλλογή του Λόουελ «Life Studies».) Ο Χιουζ και η συμβία του διδάσκουν στα κολέγια Amherst και Smith αντιστοίχως αλλά αποφασίζουν να επιστρέψουν στο Λονδίνο για να αφοσιωθούν στην κλίση τους. Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί σχεδόν παράλληλα με την κυκλοφορία της πρώτης ποιητικής συλλογής της Πλαθ «The Colossus». Ακριβή και καλοδουλεμένα, τα ποιήματα αυτά ωστόσο δίνουν μόνο κάποιες νύξεις όσων θα έγραφε στις αρχές του 1961.

Είναι δύσκολο για την Πλαθ να αγνοήσει τις δυσκολίες της οικογενειακής ζωής ­ η ανεξαρτησία είναι το αντίθετο του γάμου και η μητρότητα σαρώνει την ήδη ασταθή ισορροπία της. Οπως τίποτε δεν είναι απλό με την περίπτωσή της, η υποκειμενικότητα χορεύει με το αλλόκοτο και όλες οι αποδείξεις είναι εκεί: η ιδιοφυΐα είναι κατάρα, όχι χάρισμα. Στα 30 της έχει δύο παιδιά μα μόνο ένα βιβλίο δημοσιευμένο. Το 1962 το σπίτι τους διαλύεται, ο Χιουζ την εγκαταλείπει για μια άλλη και εκείνη επιστρέφει στο Λονδίνο. Ο χειμώνας αυτός είναι από τους πιο δριμείς στην ιστορία, η απουσία του συζύγου - δεσμοφύλακα - επιμελητή τής φέρνει πιο έντονα στον νου τον θαυμαστό - μισητό γερμανό πατέρα που δεν έζησε («Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω / πέθανες πριν προλάβω»). Γράφει το ξημέρωμα όταν τα παιδιά (Φρίντα και Νίκολας) κοιμούνται. Πάντως όσο πιο βαθιά χώνεται στην αυτοκαταστροφή τόσο η καθαρότητα των στίχων της λάμπει ­ παράδοξο εξίσου συχνό στους ρομαντικούς ποιητές. Στην περίπτωση της Πλαθ γίνεται ασφυκτική πραγματικότητα: ένα πρωινό του Φεβρουαρίου του 1963 φτιάχνει πρόγευμα για τα μικρά, το βάζει στον δίσκο. Υστερα χώνει το κεφάλι της στον φούρνο και αυτοκτονεί.

"Η γυναίκα έχει τελειοποιηθεί. Το νεκρό Κορμί της ντυμένο με το χαμόγελο της εκπλήρωσης, Η ψευδαίσθηση μιας Ελληνικής αναγκαιότητας Ρέει στις πτυχές της τηβέννου της. Τα εκτεθειμένα της Πόδια φαίνονται να λένε: Ως εδώ φτάσαμε, αρκεί."

Το έγραψε στις 5 Φεβρουαρίου του 1963. Έξι μέρες πριν από το θάνατό της. Η Σύλβια γνώριζε. Η Σύλβια Πλαθ είχε σχέδιο.
Ετσι, η 11η Φεβρουαρίου του 1963, ήταν μια μέρα λίγο πιο σκοτεινή, λίγο πιο καταθλιπτική, λίγο πιο βαριά απ' τις συνηθισμένες. Και η Σύλβια Πλαθ δεν μπόρεσε να την αντέξει.